- ντεκορατέρ
- οάκλ.1. καλλιτέχνης ειδικευμένος στη διακόσμηση χώρων, διακοσμητής2. σκηνογράφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. decorateur < decorer «διακοσμώ» < λατ. decoro «κοσμώ» < λατ. decus «στολίδι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.